- ερημοδικία
- Η διεξαγωγή δίκης όπου ο ένας από τους διαδίκους απουσιάζει ή δεν είναι παρών με τον κατάλληλο προς την περίπτωση τρόπο. Η σημασία της ε. στο αστικό δίκαιο (αστική δίκη) είναι μεγάλη, ιδίως στην πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Ο όρος ε. συνδέεται με τα αποτελέσματά της στο πρόσωπο του ερημοδικούντα (τεκμήριο ομολογίας ή αποδοχής των αιτημάτων του αντιδίκου του). Γι’ αυτό και όταν δεν προβλέπονται τέτοια αποτελέσματα δεν συναντούμε τον όρο ε. (δικάζεται ερήμην κλπ.) αλλά την έκφραση θεωρείται παρώνωσεί παρών.
Δεν υπάρχει ε. στην ποινική διαδικασία. Ο κατηγορούμενος δικάζεται πάντοτε ωσεί ήτο παρών (σαν να ήταν παρών). Τα κακουργήματα όμως δεν δικάζονται χωρίς τον κατηγορούμενο. Αν είναι φυγόδικος, αναβάλλεται η δίκη. Η ε. ίσχυε και στην ποινική διαδικασία, ωσότου καταργήθηκε από την ποινική δικονομία (1950). Η διαφορά που συναντούμε στην πολιτική και ποινική διαδικασία της ε. οφείλεται στην τελείως διαφορετική φύση της καθεμίας, ιδιαίτερα σε σχέση με το σύστημα έρευνας των υποθέσεων. Στην πολιτική δίκη ισχύει το συζητητικό σύστημα, που σημαίνει μεγάλη πρωτοβουλία των διαδίκων· οι τελευταίοι είναι κατά κανόνα υποχρεωμένοι να εμφανίζονται με συνήγορο, ο οποίος μπορεί και να τους εκπροσωπήσει γιατί η προσωπική τους εμφάνιση δεν έχει σημασία. Άλλωστε δικάζονται κατά κανόνα ερήμην όταν εμφανίζονται μόνοι τους, χωρίς δικηγόρο. Στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα, που σημαίνει βασικά ευθύνη των δικαστηρίων για την έρευνα της υπόθεσης. Η παρουσία του κατηγορούμενου είναι αναγκαία, γιατί η όλη προσωπικότητά του καθώς και η απολογία του αποτελούν βασικά στοιχεία της δίκης. Η εκπροσώπηση απαγορεύεται κατά κανόνα, ενώ η παράσταση δικηγόρου δεν είναι υποχρεωτική, εκτός από τα κακουργήματα. Η ε. στην εκδίκαση διαφόρων υποθέσεων από διοικητικές επιτροπές συνήθως έχει τη συνέπεια της απόρριψης του αιτήματος, εκτός αν η παρουσία του αιτούντα είναι προαιρετική.
* * *ή ερήμην δίκη, η (Μ ἐρημοδίκιον, τὸ)1. βλ. ερήμην2. (νομ.) η διεξαγωγή δίκης στην οποία απουσιάζει κάποιος απ’ τους διαδίκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερήμην + -δικία (πρβλ. εκκρεμο-δικία, ετερο-δικία) ή πιθ. < ερημό-δικος. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. jugement par contumace). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον ‘Αγγ. Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.